Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
στάτευσις — εύσεως, ἡ, Α βλ. στάθευσις … Dictionary of Greek
στάθευσις — και δ. γρφ. στάτευσις, εύσεως, ἡ, Α [σταθεύω] κάψιμο, καψάλισμα … Dictionary of Greek